«Είναι αποδεκτή από την Ε.Ε. η διατήρηση ενεργής εταιρικής σχέσης με ένα κράτος, το οποίο βρίσκεται μόνιμα στο αντίθετο άκρο όλων εκείνων των αξιών, στις οποίες είναι θεμελιωμένη η ίδια η Ε.Ε.; Όταν η ασάφεια και η διγλωσσία θολώνουν τα σημαινόμενα, υπονομεύονται το διεθνές δίκαιο και η ευρωπαϊκή ειρήνη.»
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το τεχνοκρατικό κυβερνητικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), προβαίνει ανά διαστήματα σε αποτύπωση σεναρίων για την πιθανή διαδρομή της Ένωσης μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Συγκεκριμένα, αναλύει τις γεωπολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, ενεργειακές εξελίξεις που συμβαίνουν σε πλανητικό, ηπειρωτικό ή εθνικό επίπεδο, διαγιγνώσκοντας τις νέες ισορροπίες και τις πιθανές επιπτώσεις στα συμφέροντα της Ένωσης. Οι ηγεσίες των κρατών-μελών στη συνέχεια θα πρέπει να λάβουν τις κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις και να επιλέξουν το σενάριο με το οποίο επιθυμούν να πορευθεί η Ένωση. Όμως, σε αυτόν τον πολυμετάβλητο και ασταθή κόσμο απαιτείται το έγκαιρο πέρασμα από τη σεναριογραφία στις αποφάσεις και τις δράσεις. Όσο όμως καθυστερεί αυτό το πέρασμα, μπορεί να συμβεί το επώδυνο: Η Ένωση να καταστεί μέρος όχι μόνο των σεναρίων αλλά και των αποφάσεων άλλων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε το 2017 τη Λευκή Βίβλο για το μέλλον της Ευρώπης (βλ. https://ec.europa.eu/commission/future-europe/white-paper-future-europe-and-way-forward_el), η οποία αποτελεί μια παρουσίαση των πιθανών σεναρίων για το μέλλον της Ε.Ε. έως το 2025, από το πιο συντηρητικό μέχρι το πιο προωθημένο, συνοδευόμενα δε και από έγγραφα προβληματισμού σε διάφορους τομείς, μεταξύ των οποίων της ασφάλειας και άμυνας. Όσον αφορά το τελευταίο, παρουσιάζονται τρία σενάρια: το σενάριο της εθελούσιας αμυντικής συνεργασίας μεταξύ χωρών, το σενάριο της επιμερισμένης ασφάλειας και άμυνας και το σενάριο της κοινής άμυνας και ασφάλειας. Στο πλαίσιο αυτών των σεναρίων, που συνδέονται αναγκαίως με τις ευρύτερες προκλήσεις ασφάλειας και τις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η θέση τεσσάρων κρίσιμων ερωτημάτων, ειδικότερα, για τη σχέση της Ε.Ε. με την Τουρκία, και αντανακλαστικά και με την Ελλάδα. Γιατί, όπως ήδη τονίστηκε, κάποτε έρχεται ο καιρός όπου τα σενάρια πρέπει να δίνουν τη θέση τους σε απαντήσεις και αποφάσεις. Τα ερωτήματα αυτά, κατά την άποψή μου, είναι τα εξής:
α. Είναι αποδεκτή από την Ε.Ε. ως υπερεθνικό οργανισμό, αλλά και από έκαστο των κρατών- μελών, η διατήρηση ενεργής εταιρικής σχέσης με ένα κράτος (βλέπε Τουρκία), το οποίο εκφράζει στο υψηλότερο κυβερνητικό επίπεδο συστηματικά έναν ιστορικό αναθεωρητισμό, μέσω συγκρουσιακής ρητορικής και αδιανόητων απαξιωτικών εκφράσεων για κράτη και έθνη, με συχνές αναφορές σε ιστορικά τραυματικές φράσεις περί έλλειψης «ζωτικού χώρου» και με μια αντίληψη για τη διαμόρφωση των διεθνών σχέσεων με όρους προβολής βίας και ισχύος;
β. Είναι αποδεκτή από την Ε.Ε. η διατήρηση ενεργής εταιρικής σχέσης με ένα κράτος, το οποίο βρίσκεται μόνιμα στο αντίθετο άκρο όλων εκείνων των αξιών, στις οποίες είναι θεμελιωμένη η ίδια η Ε.Ε., δηλαδή της αξίας του κράτους δικαίου, του πλουραλισμού και της ανεκτικότητας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες (βλ. άρθρο 2 της Συνθήκης της Ε.Ε.);
γ. Είναι αποδεκτή από την Ε.Ε. η κατάσταση κατά την οποία η Ελλάδα, ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. «πρώτης γραμμής» για τη διασφάλιση της συνοριακής ασφάλειας της Ευρώπης, θυσιάζει ένα ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του ΑΕΠ της –στερώντας το από τους κρίσιμους τομείς της άσκησης κοινωνικής πολιτικής, της εκπαίδευσης, της τεχνολογίας και ανάπτυξης, για να μπορεί να διατηρεί ένα αξιόπιστο στράτευμα αποτροπής έναντι της τουρκικής απειλής– ενώ ταυτόχρονα καλείται να επιτυγχάνει τους στόχους της δημοσιονομικής προσαρμογής και του συμφώνου σταθερότητας αλλά και τη σύγκλιση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ζώνης του Ευρώ;
δ. Ποιες είναι οι απόψεις της Ε.Ε., αλλά και εκάστου των κρατών-μελών για την ενεργοποίηση της ρήτρας αμυντικής συνδρομής σε περίπτωση που η ωμή επίδειξη τουρκικής επιθετικότητας μετεξελιχθεί σε επιθετική ενέργεια; Το άρθρο 42 παρ. 7 της Συνθήκης για την Ε.Ε. ορίζει ότι εάν ένα κράτος-μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα υπόλοιπα κράτη οφείλουν να του παράσχουν συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, ενώ πρόσφατα, με τη συμφωνία του Aachen του 2019, περιλήφθηκε όρος αμυντικής συνδρομής μεταξύ Γαλλίας – Γερμανίας.
Η Ε.Ε. έχει αποδείξει διαχρονικά ότι μπορεί μέσα στην τρικυμία να στέκει φάρος των υψηλότερων ιδανικών του πολιτισμού μας. Η θέσπιση του Ταμείου Ανάκαμψης είναι σίγουρα ελπιδοφόρο μήνυμα ότι η Ένωση θα αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και στα κρίσιμα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Όχι τηρώντας «αιδήμονα σιγήν» αλλά εκπέμποντας ομοθύμως ξεκάθαρα μηνύματα απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Στην αποφασιστική διατύπωση σαφών θέσεων και προθέσεων της Ε.Ε. στοχεύουν και οι πολιτικές κινήσεις και οι διπλωματικές ενέργειες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Γιατί όταν η ασάφεια και η διγλωσσία θολώνουν τα σημαινόμενα, υπονομεύονται το διεθνές δίκαιο και η ευρωπαϊκή ειρήνη. Εν κατακλείδι, θα ήθελα να σταθώ σε μια φράση που περιέχεται στο προμνημονευθέν έγγραφο προβληματισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την άμυνα, για να περιγράψω την κρίσιμη εξίσωση της Ευρώπης, η οποία πρέπει να επιλυθεί στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής: Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους και να επιδεικνύουν εμπράκτως την αλληλεγγύη τους, με βάση, «αφενός, μια ευρύτερη και βαθύτερη κατανόηση των αντίστοιχων αντιλήψεων περί των απειλών και, αφετέρου, τη σύγκλιση των στρατηγικών τους προσεγγίσεων».