«Η Ε.Ε. πρέπει να καταστεί πλήρης Οικονομική ένωση, να αποκτήσει καίριες αρμοδιότητες για την άσκηση πολιτικών με στόχο τη διασφάλιση της ενεργειακής, τεχνολογικής, βιομηχανικής και διατροφικής αυτονομίας της Ευρώπης, και να ιδρύσει την Αμυντική Ένωσή της.»
Η κρίση συνίσταται στο γεγονός ότι το παλαιό πέθανε, το καινούργιο δεν έχει ακόμη γεννηθεί και στο μεσοδιάστημα συμβαίνουν όλα τα νοσηρά φαινόμενα. Πρόκειται φυσικά για την πιο παραστατική γενική περιγραφή της έννοιας της κρίσης, η οποία ανήκει στον Ιταλό πολιτικό διανοητή και συγγραφέα Antonio Gramsci και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο σε προσωπικό όσο και θεσμικό επίπεδο.
Κατ’ ακολουθίαν, σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η κρίση συνίσταται στο ότι το «παλαιό», δηλαδή η αρχική οικοδόμηση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), η οποία στηρίχθηκε αποκλειστικά στις νομισματικές και όχι και στις κοινές οικονομικές πολιτικές, αποδείχθηκε στην πράξη μη-λειτουργική. Η ΟΝΕ στόχευσε στη “σταθερότητα των τιμών” και τη “δημοσιονομική πειθαρχία”, σαν η ίδια η πραγματικότητα να έχει κλειδώσει μέσα στην αέναη σταθερότητα, ασφάλεια και πρόοδο, σαν «όλα πάντα να πηγαίνουν καλά». Όταν εξαγγέλλεις ως πρωταρχικό σου στόχο τη σταθερότητα των τιμών, βλέπεις έναν κόσμο του οποίου οι κύριες μεταβλητές, δηλαδή η προσφορά και η ζήτηση, παραμένουν πάντα αμετάβλητες. Η ιστορία όμως, όπως και η ανθρώπινη μοίρα, είναι εξ ορισμού ασταθείς και αυτό αποδείχθηκε άλλη μια φορά περί το 2010 με το ξέσπασμα της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους (απότοκο της αμερικανικής χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008).
Το «καινούργιο», δηλαδή, μια ριζική αναθεώρηση της λογικής και των πρακτικών της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης, δεν έχει έρθει ακόμη. Στον δε παρατεταμένο «μεσόκοσμό» της συμβαίνουν τα νοσηρά φαινόμενα της αναποφασιστικότητας και των ρηχών δράσεων, προκαλούμενα από την προσπάθεια των κρατών μελών να επέμβουν διορθωτικά εκεί όπου οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες αποδεικνύεται ότι έχουν εξαντλήσει τα όρια της κανονιστικής εμβέλειάς τους. Πλέον δε τούτων, στον «μεσόκοσμο» το ευρωπαϊκό όραμα αρχίζει να θαμπώνει, αφενός λόγω της μείωσης της δυναμικής των υπερεθνικών οργάνων, κυρίως δε της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δηλαδή της Κυβερνήσεως της ΕΕ, που απώλεσε την πρωτοβουλία των κινήσεων και των σχεδιασμών για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης από το 2010 και μετά, αφετέρου λόγω της μείωσης της εμπιστοσύνης των ευρωπαίων πολιτών.
Είναι θεμελειώδες, λοιπόν, να γίνει αντιληπτό ότι για να πετύχουμε σταθερότητα σε στιγμές κρίσης και αστάθειας, έχουμε ανάγκη τη μεταβολή και την αναχώρηση από το παλαιό σημείο ισορροπίας. Και μαζί το ανοικτό πνεύμα. Το ζητούμενο στους δύσκολους καιρούς δεν είναι η ισορροπία με την έννοια του ζυγού αλλά η αρχαιοελληνική αρμονία, ως εκείνη η βέλτιστη διαλεκτική σχέση μεταξύ ρευστών μεταβλητών (η μέγιστη ταλάντωση της χορδής της άρπας, ώστε να ακουσθεί ο μελωδικότερος ήχος, όπως μας έμαθε ο Ηράκλειτος). H Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι ουσιαστικά ο ευρωπαϊκός θεσμός που κατανόησε έγκαιρα αυτή την ανάγκη μέσα στην κρίση, ερμηνεύοντας διασταλτικά, και σωστά κατά την άποψη μου, τις αρμοδιότητές της για τη διατήρηση της «σταθερότητας των τιμών», μέσω της θέσπισης προγραμμάτων αγοράς κρατικών ομολόγων, και άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων (πρόσφατα εγκαινίασε το πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης για την αντιμετώπιση της πανδημίας). Με αφορμή δε τη δράση αυτή της ΕΚΤ ανέκυψε μια παράλληλη θεσμική κρίση μεταξύ του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο χαρακτήρισε τη δράση αυτή της ΕΚΤ ως υπέρβαση αρμοδιοτήτων (ultra vires).
Η πρόσφατη υγειονομική και οικονομική κρίση ανέδειξε την απουσία ενωσιακής λογικής καθώς και τις διαφορετικές προσεγγίσεις και στοχεύσεις των κρατών μελών, όσον αφορά την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Οι προτάσεις κινούνται από την αμοιβαιοποίηση του χρέους των κρατών μελών, τη θέσπιση χρηματοδοτικών εργαλείων για την χρηματοδότηση κρατικών τομέων μέσω χαμηλότοκων δανείων ή, σύμφωνα και με την από 18.5.2020 κοινή δήλωση των κ.κ. Μέρκελ και Μακρόν, την παροχή επιχορηγήσεων σε κράτη μέλη που έχουν πληγεί από την πανδημία.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να πορευτούμε με εμπνεύσεις (ακόμα και αν είναι καλές) και συμβιβασμούς. Απαιτούνται καθαρές λύσεις σε κρίσιμους τομείς συνοδευόμενες με στοχευμένη αναθεώρηση των Συνθηκών της ΕΕ. Η Ένωση πρέπει, μεταξύ άλλων, να καταστεί πλήρης Οικονομική ένωση, να αποκτήσει καίριες αρμοδιότητες για την άσκηση πολιτικών με στόχο τη διασφάλιση της ενεργειακής, τεχνολογικής, βιομηχανικής και διατροφικής αυτονομίας της Ευρώπης, και να ιδρύσει την Αμυντική Ένωσή της.
Όπως είχε επισημάνει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ήδη από το 1977, η ενωμένη Ευρώπη δεν συγκροτήθηκε για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των μελών της αλλά για να διασφαλίσει την καθολική ευημερία. Η επιτυχία του ευρωπαϊκού σχεδίου θα διαχυθεί σε όλη την επικράτεια των κρατών μελών, με τον ίδιο τρόπο, που από την ευημερία ενός κράτους, ως ολότητας, προκύπτει και η ατομική ευημερία. Η Ευρώπη πρέπει να εξέλθει από τον «μεσόκοσμό» της.