H «Γυάλινη γενιά» και η Gen Z διεκδικούν το μέλλον τους

20220611 postimg

Οι συσκευές με τη γυάλινη πρόσοψη δεν θα πάψουν να συμμετέχουν στην ψυχαγωγία και την εκπαίδευση, όμως η μη εξάρτηση των παιδιών από αυτές θα είναι δείκτης επιτυχίας και ψυχικής υγείας.

Η συγκρότηση, η διαδοχή και η διαπάλη των γενεών είναι ένα θέμα πάντοτε επίκαιρο αλλά και διαχρονικό, αφού προβλημάτισε τον σκεπτόμενο άνθρωπο πολύ πριν την ανάπτυξη των σύγχρονων κοινωνικών επιστημών. Ήδη στον Ησίοδο αναφέρονται πέντε γένη ανθρώπων που διαδέχονται το ένα το άλλο στην πορεία του χρόνου (χρυσό, αργυρό, χάλκινο, ηρωικό και γένος του σιδήρου), ενώ για τον Ηρόδοτο τρεις γενιές ισοδυναμούν με έναν αιώνα. Κάθε γενιά ανθρώπων φαίνεται ότι έχει την ανάγκη να αυτοπροσδιοριστεί διαφοροποιούμενη από τις προηγούμενες, όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνεται και στο τραγούδι «My generation» της αγαπημένης βρετανικής μπάντας The Who.

Φυσικά, η ταξινόμηση των γενεών χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό γενίκευσης, καθώς πάντα υπάρχουν ομάδες και άτομα που δεν ανταποκρίνονται στα γενεακά στερεότυπα. Ειδικά, αν λάβουμε υπόψη ότι οι επικρατούσες κατηγοριοποιήσεις στηρίζονται κατεξοχήν σε αναλύσεις των δυτικών κοινωνιών. Επιπλέον, δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την περιοδολόγηση: τα χρονικά όρια τίθενται υπό αμφισβήτηση και κάποτε αναθεωρούνται. Λαμβάνοντας υπόψη ότι καμία κοινωνική κατηγοριοποίηση (πολιτική, οικονομική, θρησκευτική κ.ά.) δεν είναι μονόχρωμη, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τις μεταπολεμικές γενιές, δίνοντας έμφαση σε εκείνες που αυτή τη στιγμή φοιτούν στο σχολείο και σιγά σιγά διαμορφώνουν τη συλλογική τους φυσιογνωμία με καταλύτη την επαφή τους με την τεχνολογία.

Οι Baby Boomers (γεν. 1946-1964), η γενιά που είδε το φως σε μια έκρηξη γεννήσεων μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, είναι μια γενιά που ήρθε σε ρήξη με κατεστημένες λογικές και προσπάθησε να φέρει αλλαγές. Είναι οι νέοι του Μάη του ’68 και του Πολυτεχνείου. Κατάφερε να διευρύνει τη μεσαία τάξη και έχει ισχυρή παρουσία στην πολιτική, κοινωνική, επιστημονική και καλλιτεχνική ζωή. Είναι η πρώτη γενιά που επηρεάστηκε από τον τεχνολογικό αυτοματισμό.

Η Generation X (γεν. 1965-1980) μεγάλωσε σε μια εποχή οικονομικής ανάπτυξης και μεταβολής των κοινωνικών αξιών, με αυξημένο ποσοστό εργαζόμενων μητέρων, είχε περισσότερες ευκαιρίες για μόρφωση και προσωπική εξέλιξη και συχνά κατηγορήθηκε ως απολιτίκ. Η «γενιά του walkman και του MTV» ήταν η πρώτη που απέκτησε προσωπικό υπολογιστή.

Μεγαλύτερη σε αριθμό μελών και ακόμη πιο κοντά στην τεχνολογία είναι η Generation Y (γεν. 1981-1995), δηλαδή οι Millennials ή Net Generation, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην εποχή της τεχνολογική έκρηξης, του διαδικτύου και των κινητών τηλεφώνων. Θεωρείται η πρώτη γενιά ψηφιακών γηγενών. Οι γενιές X και Y προσγειώθηκαν απότομα από την οικονομική κρίση, ήρθαν αντιμέτωπες με το φάσμα της ανεργίας και αναζήτησαν διέξοδο στην εξειδίκευση, την επανακατάρτιση ή/και τη μετανάστευση.

Η γενιά που κλείνει τον 20ό αιώνα (και μαζί τα γράμματα του λατινικού αλφαβήτου) είναι η Generation Z (γεν. 1996 – 2010). Η παιδική της ηλικία ήταν λιγότερο ανέμελη από τις δύο προηγούμενες γενιές, λόγω των επιπτώσεων της οικονομικής ύφεσης. Παράλληλα, είναι μια παγκοσμιοποιημένη γενιά που δεν μπορεί να διανοηθεί τη ζωή χωρίς το διαδίκτυο, τις ψηφιακές συσκευές και τα κοινωνικά δίκτυα. Είναι τα «dot com kids» ή αλλιώς «i-Gen».

Η πρώτη αμιγής γενιά του 21ου αιώνα σηματοδοτεί ένα νέο ξεκίνημα στην ονοματοδοσία με τη χρήση του ελληνικού αλφαβήτου. Είναι η Γενιά Άλφα (Gen Alpha), όπως βαπτίστηκε το 2005 από τον κοινωνικό ερευνητή Mark McCrindle. Πρόκειται για τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 2010 (όταν ξεκίνησε η λειτουργία του Instagram) και θα γεννηθούν έως το 2025. Προβλέπεται να είναι η μακροβιότερη, η πλουσιότερη, η πιο μορφωμένη και σαφώς η περισσότερο εξαρτημένη από την τεχνολογία γενιά. Η εξ απαλών ονύχων αλληλεπίδραση των παιδιών αυτών με τις γυάλινες οθόνες τούς χάρισε το εύστοχο προσωνύμιο «Generation Glass».

Αν και τα χαρακτηριστικά των δύο νεότερων γενεών δεν έχουν ακόμη αποκρυσταλλωθεί, πιθανότατα θα έχουν πολλά κοινά, αφού μεγαλώνουν σε έναν κόσμο απρόβλεπτο, πέρασαν τα πρώτα τους χρόνια σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, έζησαν την εμπειρία της πανδημίας και της τηλεκπαίδευσης και ακούν για την κλιματική αλλαγή από τότε που γεννήθηκαν. Έτσι, σε θέματα οικονομίας, υγείας και περιβάλλοντος οι δύο γενιές γαλουχούνται με βάση το αξίωμα «προσέχουμε για να έχουμε».

Από τη Γενιά Ζ ξεχωρίζουν ήδη τρεις προσωπικότητες με διεθνή εμβέλεια. Η νομπελίστρια Malala Yousafzai (γεν. 1997), σύμβολο του αγώνα για το δικαίωμα των κοριτσιών στην εκπαίδευση. Η ακτιβίστρια Greta Thunberg (γεν. 2003), πρωτοστάτης της πρώτης τόσο μαζικά ευαισθητοποιημένης γενιάς στο θέμα της κλιματικής κρίσης. Η Gitanjali Rao (γεν. 2005), η καινοτόμος της τεχνητής νοημοσύνης, που προωθεί την ενασχόληση των κοριτσιών με τις θετικές επιστήμες (STEM). Τρεις περιπτώσεις που δείχνουν ότι οι γυναίκες της γενιάς τους θα διεκδικήσουν δυναμικά ίσες ευκαιρίες στην ηγεσία, την καινοτομία και την άσκηση επιρροής.

Η ενεργοποίηση της Gen Z στην επίλυση προβλημάτων, που αφορούν κυρίως τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον, φαίνεται ότι θα λειτουργήσει ως ισχυρό πρότυπο και για τη Gen A. Ωστόσο, η ειδοποιός διαφορά θα είναι η επέκταση της χρήσης της τεχνολογίας και η προαγωγή της καινοτομίας. Για τους screenagers που γεννήθηκαν πριν από το 2010, όταν τα κοινωνικά δίκτυα άρχισαν να εδραιώνονται, τα ψηφιακά μέσα συνιστούν σημαντικό κομμάτι της ζωής τους. Για τη Genaration Glass φαίνεται ότι είναι το πυρηνικό χαρακτηριστικό της. Όλο και περισσότερες ψηφιακές εφαρμογές όχι μόνο σχετίζονται αλλά και απευθύνονται σε νήπια. Η παραδοσιακή κουδουνίστρα έχει αντικατασταθεί από τις πάσης φύσεως οθόνες.

Αυτά τα δεδομένα εγείρουν έντονο προβληματισμό για τον ρόλο της οικογένειας στον έλεγχο του ψηφιακού αποτυπώματος και της έκθεσης των ανηλίκων στον κυβερνοχώρο. Αντίστοιχα, η μεγάλη πρόκληση για το σχολείο θα είναι η αξιοποίηση των θετικών στοιχείων που προσφέρει η τεχνολογία και η αποσόβηση των κινδύνων που ενέχει. Για τις παλαιότερες γενιές η διδακτική πράξη στηριζόταν στην προφορική παράδοση, τον πίνακα με την κιμωλία ή τον μαρκαδόρο, τις φωτοτυπημένες σημειώσεις και το σχολικό εγχειρίδιο. Για τους σημερινούς μαθητές η πρόσβαση σε τεράστιο εύρος πηγών με την ενσωμάτωση ψηφιακών εργαλείων στην εκπαιδευτική πρακτική συμπληρώνει δημιουργικά την εξωσχολική τους ζωή, συνάδοντας με τις σύγχρονες απαιτήσεις απόκτησης δεξιοτήτων.

Βέβαια, όσο ενεργοποιούνται νέες δεξιότητες, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος αδρανοποίησης άλλων νοητικών και κοινωνικών ικανοτήτων που παραδοσιακά απέφεραν προστιθέμενη αξία, όπως η μνήμη, η προσοχή, η υπομονή και η κοινωνική συμμόρφωση. Ακόμη, ενδέχεται η Γενιά Α να αισθάνεται περισσότερο άνετα στον εικονικό έναντι του φυσικού κόσμου, γιατί, αν για τις γενιές του 20ού αιώνα η επαυξημένη πραγματικότητα, η τεχνητή νοημοσύνη και τα ρομπότ ήταν «επιστημονική φαντασία» και για τη Γενιά Ζ «καινοτομίες», για τη Generation Glass θα είναι «κανόνας».

Από την άλλη, αν θέλουμε να είμαστε πιο αισιόδοξοι, η μεγάλη εξοικονόμηση χρόνου θα ευνοήσει τη δημιουργικότητα, τη διά βίου μάθηση και την αυτοφροντίδα. Προϋπόθεση είναι να καλλιεργηθούν ηθικές, πνευματικές και κοινωνικές αξίες, μέσα από την ενίσχυση της διδασκαλίας των ανθρωπιστικών μαθημάτων και την επικαιροποίηση των διδαγμάτων των κλασικών σπουδών. Οι συσκευές με τη γυάλινη πρόσοψη δεν θα πάψουν να συμμετέχουν στην ψυχαγωγία και την εκπαίδευση, όμως η μη εξάρτηση των παιδιών από αυτές θα είναι δείκτης επιτυχίας και ψυχικής υγείας.

Η «Γυάλινη γενιά» και η Gen Z διεκδικούν το μέλλον τους. Η ιστορία θα επιβεβαιώσει ή θα διαψεύσει κάθε ευοίωνη ή δυσοίωνη εικασία. Αν συμφωνούμε, όμως, με τον συγγραφέα Rutger Bregman, τότε για την ανθρωπότητα η πρόοδος είναι νομοτέλεια.


Το άρθρο περιλαμβάνεται στον τόμο «Ημερολόγιο» του 2022 των Εκπαιδευτηρίων Δούκα.