Είναι αναγκαίο να ενισχυθούν τα στοιχειώδη δικαιώματα των καταναλωτών για επακριβή, αξιόπιστη, σαφή και έγκαιρη πληροφόρηση σχετικά με την ενέργεια που καταναλώνουν και να υλοποιηθεί ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα ενθάρρυνσης για την εξοικονόμηση της ενέργειας.
Η μεγαλύτερη πρόκληση του καιρού μας είναι η περιβαλλοντική κρίση. Από το σημείο καμπής το 2015, όταν με τη διάσκεψη στο Παρίσι τέθηκε το παγκόσμιο θεματολόγιο για την κλιματική αλλαγή, το μεγάλο ζήτημα της Ενέργειας βρέθηκε πολύ ψηλά στην ατζέντα της Ε.Ε. στο πλαίσιο μιας μακρόπνοης πολιτικής για την προστασία του περιβάλλοντος. Δικαίως, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση προχωρά στην ενσωμάτωση της κοινοτικής Οδηγίας 2018/2002 για την ενεργειακή απόδοση, με την οποία θεσπίζεται ένα πλαίσιο μέτρων, προκειμένου η χώρα μας να συνεισφέρει στην επίτευξη του πρωταρχικού στόχου για τουλάχιστον 32,5% σωρευτική εξοικονόμηση ενέργειας ως το 2030.
Όσο κι αν οι νομοθετικές ρυθμίσεις και οι τεχνικές λεπτομέρειες της προσπάθειας για καλύτερη διαχείριση, εξοικονόμηση και αποθήκευση της ενέργειας φαντάζουν ανοίκειες στον μέσο πολίτη, η μεγάλη προσπάθεια που γίνεται αυτή τη στιγμή στη χώρα μας, έχει άμεσο θετικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής τωρινών και μελλοντικών γενεών. Με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης σε ολόκληρη την ενεργειακή αλυσίδα (παραγωγή, μεταφορά, διανομή και τελική χρήση της ενέργειας), υπηρετούμε τέσσερις θεμελιώδεις σκοπούς. Συγκεκριμένα, α) αντιμετώπιση της ενεργειακής ένδειας με την περικοπή του ενεργειακού κόστους για τους καταναλωτές, β) αύξηση της ανταγωνιστικότητας και περισσότερες νέες θέσεις εργασίας, γ) προστασία της δημόσιας υγείας μέσω της βελτίωσης της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα, και φυσικά, δ) περιβαλλοντικό όφελος από τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την αποδοτικότερη χρήση των φυσικών πόρων, σύμφωνα με τις αρχές της κυκλικής οικονομίας.
Η επίτευξη αυτών των στόχων συνάδει με το άρθρο 9 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε., δηλαδή με την εφαρμογή πολιτικών για «την προαγωγή υψηλού επιπέδου απασχόλησης, με τη διασφάλιση της κατάλληλης κοινωνικής προστασίας, με την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού καθώς και με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, κατάρτισης και προστασίας της ανθρώπινης υγείας». Υπ’ αυτή την έννοια, μιλάμε για μία κοινωνική πολιτική υποστήριξης των περίπου 50 εκατομμυρίων νοικοκυριών στην Ένωση που πλήττονται από το σοβαρό κοινωνικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό πρόβλημα της ενεργειακής ένδειας, με την Ελλάδα να βρίσκεται δυστυχώς στις υψηλότερες θέσεις. Η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, που συνδέεται αιτιολογικά με τα χαμηλά εισοδήματα, το υψηλό κόστος ενέργειας, τη χαμηλή ενεργειακή απόδοση του κτηρίου, τη γεωγραφική απομόνωση και τις ιδιαίτερες ανάγκες λόγω κλίματος, απαιτεί στοχευμένα μέτρα και στρατηγικές. Προς αυτή την κατεύθυνση ορίζεται από την παρούσα Οδηγία ότι θα κινηθεί το έργο τής υπό σύσταση Διυπουργικής Επιτροπής για την Ενέργεια και το Κλίμα, ώστε να εκπονηθεί Σχέδιο Δράσης Αντιμετώπισης της Ενεργειακής Πενίας.
Επιπλέον, καθορίζεται η ενδεικτική εθνική συνεισφορά για την επίτευξη των ενωσιακών στόχων ενεργειακής απόδοσης για το 2030, που ισοδυναμεί με 16,5 εκατομμύρια ΤΙΠ (Τόνους Ισοδύναμου Πετρελαίου) τελικής κατανάλωσης ενέργειας. Ας σημειωθεί ότι το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που κυρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2019, ορίζει ως μέτρα για την επίτευξη εξοικονόμησης ενέργειας την ενεργειακή αναβάθμιση κτηρίων κατοικίας, κτηρίων του δημόσιου, του τριτογενή τομέα και των βιομηχανικών μονάδων, τα Καθεστώτα Επιβολής Υποχρέωσης Ενεργειακής Απόδοσης και τις ανταγωνιστικές διαδικασίες σε συνδυασμό με αποδοτική θέρμανση-ψύξη από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Εξάλλου, στην παρούσα Οδηγία προβλέπονται κανόνες με σκοπό την άρση των φραγμών στην αγορά ενέργειας και την εξάλειψη των αδυναμιών της αγοράς, που παρεμποδίζουν την απόδοση στον εφοδιασμό και τη χρήση ενέργειας.
Εξίσου σημαντική παράμετρος που ορίζεται με την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2018/2002 είναι η πληροφόρηση των πολιτών για τα στοιχεία που αφορούν στη μέτρηση και την τιμολόγηση για το φυσικό αέριο, την ηλεκτρική ενέργεια, τη θέρμανση, την ψύξη και το ζεστό νερό οικιακής χρήσης. Είναι αναγκαίο να ενισχυθούν τα στοιχειώδη δικαιώματα των καταναλωτών για επακριβή, αξιόπιστη, σαφή και έγκαιρη πληροφόρηση σχετικά με την ενέργεια που καταναλώνουν και να υλοποιηθεί ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα ενθάρρυνσης για την εξοικονόμηση της ενέργειας.
Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης κινούνται στον άξονα των υπεύθυνων παγκόσμιων πρωτοβουλιών με το βλέμμα στραμμένο σε ένα βιώσιμο μέλλον. Είναι εφικτό να έχουμε φτηνή και καθαρή ενέργεια για όλους, όπως ορίζεται από τον ΟΗΕ στον Στόχο 7 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη; Η απάντηση είναι καταφατική υπό δύο κύριες προϋποθέσεις: Πρώτον, οι εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επιτυχή εφαρμογή νέων τεχνολογιών με στόχο την εξασφάλιση βιώσιμης ενέργειας, λαμβάνοντας υπόψη τις κλιματικές, πολιτισμικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητές τους. Και δεύτερον, απαιτείται ενισχυμένη επένδυση στην εκπαίδευση των πολιτών για την απόκτηση περιβαλλοντικής συνείδησης και αλλαγής κουλτούρας. Μόνο έτσι θα μπορούμε να έχουμε βιώσιμη ενέργεια για όλες και όλους.