Η αξιολόγηση μας βοηθάει να γίνουμε καλύτεροι

i ajiologisi mas voithaei na ginoume kaluteroi min 1

Συνέντευξη στον Απόστολο Λακασά 

 

Ο ουσιαστικός λόγος για να δεχθεί κάποιος να αξιολογηθεί και, επομένως να είναι ανοιχτός στην κριτική, είναι εάν διακατέχεται από βαθιά αίσθηση της συνέπειας στο λειτούργημά του και της ευθύνης που έχει αναλάβει.

 

«Οι άνθρωποι αποτελούν ουσιαστικά μια αστείρευτη δεξαμενή ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Αυτοί είναι που παίρνουν και υλοποιούν τις αποφάσεις, που διαμορφώνουν τις αξίες, που τελικά διαθέτουν το τσαγανό και δίνουν το πάθος σε αυτό που κάνουν» λέει ο Χρήστος Ταραντίλης, σε μια από τις ουκ ολίγες στιγμές της συνάντησης που διέκρινα πάθος στα λόγια του. Είναι 43 χρόνων, o μικρότερος σε ηλικία πρωτοβάθμιος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ) –τη γνωστή ΑΣΟΕΕ– και το επίτευγμά του «στατιστικά είναι σαν ψέμα» όπως αναφέρει, και αποτελεί μάλλον ρεκόρ: Εχει λάβει από τους φοιτητές την «υψηλότερη αξιολόγηση διδάσκοντα» στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας συνεχώς τα τελευταία 22 ακαδημαϊκά εξάμηνα –δηλαδή τα τελευταία έντεκα χρόνια– ενώ το Τμήμα ιδρύθηκε το 1999.

 

«Το επάγγελμα του πανεπιστημιακού το αντιμετωπίζω ως χόμπι. Για παράδειγμα, κάθομαι στην παραλία και διαβάζω επιστημονικές ανακοινώσεις» λέει και γελώντας αμήχανα, επαναλαμβάνει: «Είναι απλώς το χόμπι μου. Βέβαια, η ακαδημαϊκή εξέλιξη οφείλεται στη διάθεση που έχει ο καθένας, σε τι επενδύει και με ποιους τρόπους θέλει να υλοποιήσει τα σχέδιά του» συμπληρώνει.

 

Ρωτώ για τους λόγους που πιστεύει ότι παίρνει αυτό το βραβείο, και διακρίνοντας στα λόγια μου έναν σκεπτικισμό για τις συνεχείς βραβεύσεις του, δίνει (και) σε μένα μία παράσταση αποδεικνύοντας ότι είναι… ντοπαρισμένος με πάθος: «Η διδασκαλία μού δίνει ζωή. Δεν είναι μία απλή διαδικασία, πρέπει να τα δίνεις όλα, είναι ένα είδος παράστασης να διδάσκεις σε ένα αμφιθέατρο. Οφείλεις να είσαι καλά προετοιμασμένος για τη μέθοδο διδασκαλίας που θα ακολουθήσεις, για τα σημεία που θέλεις να εστιάσεις. Οι φοιτητές είναι δύσκολοι κριτές και μας αξιολογούν απαντώντας σε ερωτηματολόγια που έχει συντάξει η Μονάδα Διασφάλισης της Ποιότητας του ΟΠΑ. Απαντούν αποκλειστικά αυτοί που είναι παρόντες. Νομίζω ότι οι φοιτητές θέλουν να δουν την προσπάθειά σου να τους διδάξεις, τη μεταδοτικότητά σου, θέλουν να γνωρίζουν ότι είσαι εκεί, ανοιχτός, ειλικρινής, διαθέσιμος να τους εξηγήσεις. Τους κερδίζει η διάθεσή σου να αναλύεις μεθοδικά και αυτό το επιβραβεύουν».

 

– Δηλαδή, θέλετε να πείτε ότι έχουν εκλείψει οι περιπτώσεις καθηγητών οι οποίοι σε ένα ακροατήριο 600 ατόμων διαβάζουν βαρετά από μικροφώνου το σύγγραμμά τους;

– Θεωρώ ότι όσοι πανεπιστημιακοί έχουν απογοητευτεί από τη δουλειά τους, αυτό οφείλεται στο ότι άλλο είχαν φανταστεί και άλλο συνάντησαν. Γι’ αυτό βοηθά η αξιολόγηση. Το πανεπιστήμιο είναι εύλογα μια μικρογραφία της κοινωνίας, και δη της ελληνικής, η οποία δεν έχει μάθει να αξιολογείται. Eτσι, προχωρά πατώντας πάνω στις σταθερές της και προφανώς, αν δεν αξιολογείται, τότε λιμνάζει.
Πανεπιστήμιο – «μπουτίκ»

 

– Πώς μπορεί να αλλάξει η κατάσταση;

– Εάν δοθεί η ελευθερία στους δραστήριους ανθρώπους να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε το ελληνικό πανεπιστήμιο να αποκτήσει διεθνώς τη θέση που αξίζει, χωρίς τις αγκυλώσεις που προκαλεί ο παρεμβατισμός της πολιτείας στα ΑΕΙ. Είναι βέβαια και το μοντέλο του μαζικού πανεπιστημίου, που υιοθετήθηκε τα τελευταία 20 χρόνια που δεν βοηθά. Ή καλύτερα, συμβάλλει στην εξίσωση των πραγμάτων προς τα κάτω. Στο ΟΠΑ, αντίθετα, είμαστε ένα πανεπιστήμιο-«μπουτίκ» θα τολμούσα να πω. Για παράδειγμα, στο Τμήμα μου θεσμοθετήσαμε διαδικασίες αξιολόγησης των καθηγητών, πριν ακόμη δημιουργηθεί η σχετική δομή του πανεπιστημίου με νόμο. Αυτά όλα δημιούργησαν μία κουλτούρα αριστείας.

 

– Για ποιο λόγο να δεχθεί να αξιολογηθεί από τους φοιτητές του ένας καθηγητής που έχει αξιολογηθεί, εν πρώτοις για να καταλάβει τη θέση, από συναδέλφους του, και μάλιστα υψηλότερης βαθμίδας;

– Απλώς, για να γίνει καλύτερος. Ο ουσιαστικός λόγος για να δεχθεί κάποιος να αξιολογηθεί και, επομένως να είναι ανοιχτός στην κριτική, είναι εάν διακατέχεται από βαθιά αίσθηση της συνέπειας στο λειτούργημά του και της ευθύνης που έχει αναλάβει. Προσωπικά, σκοπός μου είναι να παρέχω υψηλού επιπέδου εκπαίδευση στους φοιτητές.
Με εκπλήσσει ακόμη περισσότερο όταν μου λέει ότι ουκ ολίγοι γονείς φοιτητών έρχονται σε επαφή με τους καθηγητές για την πορεία των παιδιών τους. «Και όμως συμβαίνει συνεχώς. Και είναι συγκινητικό το πώς μας μιλούν οι γονείς. Το να εμπνέεις το παιδί τους, τους γεννά ένα είδος ευγνωμοσύνης, το βλέπω στα μάτια τους».

 

Στα Εξάρχεια έχει πλέον χαθεί ο σεβασμός στην άλλη  άποψη

«Τα Εξάρχεια δυστυχώς έχουν χάσει τα χαρακτηριστικά της γειτονιάς που ξέραμε» λέει ο Χρήστος Ταραντίλης, και οι μνήμες του γυρνούν στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν μεγάλωνε στο πατρικό του σπίτι στην περιοχή της οδού Τοσίτσα. «Τότε ήταν μια αυθεντική αθηναϊκή γειτονιά, στην οποία είχαν συγκεντρωθεί ετερόκλητες ομάδες, που η κάθε μία έφερνε τον τρόπο ζωής της, τις ιδέες της, τη μουσική που αγαπούσε: φοιτητές του Πολυτεχνείου, λυκειόπαιδα της Βαρβακείου Σχολής, συντηρητικές αθηναϊκές οικογένειες, καλλιτέχνες, ανένταχτοι αριστεροί, ιδεολόγοι αναρχικοί, punks, συνυπήρχαν κατά τη διάρκεια της ημέρας στα διάφορα μαγαζιά της πλατείας χωρίς να ενοχλούν οι μεν τους δε, παρά το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις τα βλέμματα που αντάλλασσαν δεν ήταν και τα φιλικότερα. Ενα από αυτά τα μαγαζιά επισκεπτόμουν κάθε Σάββατο πρωί μαζί με τον πατέρα και τον αδερφό μου, το δισκοπωλείο “Στροφή Μανάκου”. Εμπαινες μέσα και μύριζες βινύλιο. Τα πρώτα και αξεπέραστα ακούσματά μου ήταν Beatles, Rolling Stones και Animals. Με επηρέασαν σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν δέκα χρόνια μετά έφτιαξα με φίλους τη δική μας μπάντα –εγώ στον ρόλο του κιθαρίστα– και παίζαμε ροκ μουσική της δεκαετίας του ’60» θυμάται, ωστόσο, όπως προσθέτει «σήμερα στα Εξάρχεια έχει χαθεί η έννοια του σεβασμού στη διαφορετική άποψη και την αισθητική. Νυν και πρώην κυβερνητικοί πολιτικοί δεν τολμούν να πλησιάσουν, ενώ ακόμα και τα τζάμια στις εισόδους των πολυκατοικιών πέριξ της πλατείας είναι πλήρως μουτζουρωμένα. Το θλιβερό σκηνικό ολοκληρώνεται με τα δεκάδες κλειστά μαγαζάκια, θύματα και αυτά της οικονομικής κρίσης».

 

– Πού ζείτε τώρα;

– Ζω στη Δροσιά, πάνω στο βουνό γιατί έψαχνα ένα ανθρώπινο περιβάλλον για την οικογένειά μου, κοντά στο πράσινο, κάπου που να μπορούν να παίξουν τα παιδιά. Εμείς τουλάχιστον είχαμε τις αλάνες στο Πεδίον του Αρεως, στο παλιό θέατρο Αλσους (Οικονομίδη) και μπροστά από το άγαλμα της Αθηνάς. Τώρα δεν υπάρχει σχεδόν κανένας χώρος για παιχνίδι κοντά στα Εξάρχεια.

 

– Πώς σας φαίνεται το κέντρο της Αθήνας;

– Δεν ενδείκνυται για παιδιά, ωστόσο εξακολουθεί να μου αρέσει. Ομολογώ ότι απολαμβάνω που βρίσκομαι καθημερινά στα παλιά μου λημέρια, καθώς εργάζομαι στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, στην οδό Πατησίων. Μπορεί κάποιες παραδοσιακές συνοικίες του κέντρου να βρίσκονται σε πτώση, ακόμα και το Κολωνάκι, έχουν ωστόσο αποκτήσει ζωντάνια την τελευταία δεκαετία κάποιες υπέροχες γειτονιές όπως ο Κεραμεικός και το Κουκάκι.

 

Υπουργείο – ΑΕΙ να θέσουν τα κριτήρια αξιολόγησης των μεταπτυχιακών

– Δεν συμφωνείτε με την κατάργηση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά; Μου είπατε πριν ότι η διδασκαλία για εσάς είναι χόμπι. Γιατί όχι, λοιπόν, χωρίς δίδακτρα ώστε να μπορούν να κάνουν μεταπτυχιακά και οικονομικά αδύναμοι;

– Η ερώτησή σας θίγει δύο ζητήματα, αφενός το θέμα της καταβολής διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα και αφετέρου της αμοιβής του υπερωριακού χρόνου των καθηγητών που διδάσκουν σ’ αυτά. Καταρχάς είναι προφανές ότι δίνονται σήμερα ευκαιρίες στους οικονομικά αδύναμους νέους να σπουδάσουν, ακόμα και στα μεταπτυχιακά με δίδακτρα. Πώς; Μέσω της θεσμοθέτησης υποτροφιών, λαμβάνοντας υπόψη εισοδηματικά κριτήρια. Μακάρι επίσης η κρατική χρηματοδότηση να ήταν τόσο επαρκής, ώστε όλα να λειτουργούσαν στο πανεπιστήμιο ιδανικά και όλα δωρεάν. Η φετινή κρατική χρηματοδότηση δεν φτάνει ούτε για την κάλυψη των βασικών λειτουργικών αναγκών των πανεπιστημίων. Είναι μειωμένη κατά 75% σε σχέση με το 2010! Ενα σημαντικό μέρος των εσόδων από τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά δίνεται στο πανεπιστήμιο. Είναι κακό λοιπόν όταν το κράτος δεν μπορεί να διαθέσει σχεδόν καθόλου χρήματα, η ιδιωτική χρηματοδότηση –μέσω της καταβολής των διδάκτρων– να στηρίζει τα δωρεάν προπτυχιακά προγράμματα, να συνεισφέρει στις λειτουργικές δαπάνες του πανεπιστημίου, να ενδυναμώνει τις δομές εύρεσης εργασίας των φοιτητών, να χορηγεί υποτροφίες, να χρηματοδοτεί την επιστημονική δραστηριότητα των νέων ερευνητών; Οσον αφορά τις αμοιβές, μόνο οι καθηγητές που έχουν καλύψει πλήρως τον συμβατικό διδακτικό φόρτο τους μπορούν και να αμείβονται. Πού είναι το παράλογο ένας καθηγητής πανεπιστημίου να αμείβεται για τον υπερωριακό χρόνο του όταν διδάσκει σε στελέχη επιχειρήσεων από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις 10 το βράδυ; Αντιμετωπίζω τη δουλειά μου ως χόμπι γιατί δεν τη βαριέμαι, γιατί μπορεί να εργάζομαι με τους φοιτητές μου ακόμα και τις Κυριακές.

 

– Γιατί να μην εισέλθουν στα μεταπτυχιακά νέοι επιστήμονες, ώστε να μειωθεί και η διαρροή «εγκεφάλων»;

– Συμφωνώ απόλυτα να προσληφθούν νέοι επιστήμονες. Θα φέρουν νέες ιδέες στην έρευνα, νέα πνοή. Ωστόσο, τα μεταπτυχιακά με υψηλά δίδακτρα απευθύνονται κυρίως σε στελέχη της αγοράς και αυτά απαιτούν διδάσκοντες με πολύχρονη εργασιακή εμπειρία. Το σημαντικότερο κριτήριο της ανταγωνιστικότητας των μεταπτυχιακών είναι οι καταξιωμένοι διδάσκοντές τους. Εάν χάσουν αυτό το πλεονέκτημα, τα μεταπτυχιακά θα υποβαθμιστούν και θα πάψουν να έχουν ζήτηση.

 

– Είστε, λοιπόν, αρνητικός στην αξιολόγηση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων;

– Καθόλου, αντιθέτως μάλιστα θεωρώ τη συγκεκριμένη πρόταση ό,τι θετικότερο άκουσα σε πρόσφατη τοποθέτηση της αναπληρωτή υπουργού Παιδείας. Αντί να εκτοξεύονται προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, προτείνω να ξεκινήσει άμεσα μια δημιουργική συνεργασία μεταξύ υπουργείου και ΑΕΙ με σκοπό να θέσουν τα κριτήρια αξιολόγησης των μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Βέβαια, δεν θα ανακαλύψουμε τον τροχό, αλλά στην Ελλάδα…

 

– Αλλά στην Ελλάδα, τι;

– Πρέπει να μιλάμε βάσει των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τις αξιολογήσεις, να μη διατυπώνουμε λόγια του αέρα βασισμένα σε ιδεοληψίες. Κάτι που γίνεται κατά κόρον στην Ελλάδα.

 

– Είστε απογοητευμένος από τον πολιτικό λόγο στη χώρα μας;

– Ναι, απόλυτα. Δυστυχώς, ο πολιτικός λόγος χαρακτηρίζεται από μεγάλες δόσεις συνθηματολογίας. Στην πολιτική δεν διαθέτουμε έναν αξιοσημείωτο αριθμό ανθρώπων με επιτυχημένη επαγγελματική πορεία, οι οποίοι και θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν την εμπειρία τους στην επίλυση των προβλημάτων.

 

– Ποιο είναι το σημαντικότερο πρόβλημα των πολιτικών σήμερα;

– Η λάθος ρητορική τους. Δημιουργούν μια καταστροφική πόλωση και αντιπαλότητα μεταξύ των κοινωνικών ομάδων: άνεργοι-εργαζόμενοι, νέοι εργαζόμενοι-συνταξιούχοι, δημόσιος-ιδιωτικός τομέας.

 

– Πώς θα γεννηθεί η ελπίδα; Με ποια συνθήκη;

– Η ελπίδα θα γεννηθεί όταν προταθούν πολιτικές που δεν αποσκοπούν στη διαχείριση της φτώχειας, όπως συμβαίνει τώρα, αλλά που επιδιώκουν να δημιουργήσουν επιτυχημένους ανθρώπους, οι οποίοι ακολούθως θα καινοτομήσουν, θα επενδύσουν, θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, βοηθώντας συνολικά την κοινωνία μας να προοδεύσει.

 

– Πώς ορίζετε τον καλό πολιτικό;

– Εάν έχει την ικανότητα να εμπνεύσει τους πολίτες να σκεφτούν το συλλογικό και όχι το ατομικό συμφέρον. Προφανώς θα πρέπει να δώσει πρώτος από όλους το καλό παράδειγμα, ενθαρρύνοντας παράλληλα προσπάθειες επίτευξης αριστείας στην κοινωνία.

 

– Η αριστεία είναι μια λέξη που οι πάντες υιοθετούν, αλλά από τη δική του σκοπιά ο καθένας. Δεν έχει λίγο «κακοπάθει»;

– Για μένα αριστεία είναι η ανώτατη διάκριση ως αποτέλεσμα της επαναλαμβανόμενης εκπλήρωσης μιας αποστολής με εξαιρετικό τρόπο. Να τονίσω: άλλο επιτυχία, άλλο αριστεία. Επιτυχία είναι ένα εφήμερο σουξέ, αριστεία είναι το «Paint It, Black» των Rolling Stones.